- δηώνω
- δήωσα, λεηλατώ και καταστρέφω έπειτα από εισβολή: Οι εχθροί δήωσαν τα μνημεία της πόλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.